χρόμη

χρόμη
χρόμη, , and [full] χρόμος, , = foreg.: also
A the neighing of horses, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρόμη — the neighing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρόμη — ἡ, Α 1. χρόμαδος* 2. (κατά τον Ησύχ.) χρεμετισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω*] …   Dictionary of Greek

  • χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • χρόμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) χρόμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* και συνδέεται με ονομ. τ., όπως τα αρχ. σλαβ. gromŭ και ρωσ. grom «βροντή», με επιρρ., όπως τα αρχ. ισλανδ. gramr και αρχ. άνω γερμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”